Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔγχος κατέπαυσε διαμπερές

  • 1 καταπαυω

        Pind. καππαύω (эп.: inf. καταπαυέμεν, inf. fut. καταπαυσέμεν, 1 л. pl. aor. conjct. καταπαύσομεν) тж. med.
        1) оканчивать, прекращать, (при)останавливать
        

    (πόλεμον Hom., Plut.; νεῖκος Hes.; ναυπηγίαν Her.; λόγον Xen. и λόγους Polyb.)

        κ. τὰς πνοάς τινος Arph.задушить кого-л.;
        μολπᾶν ἄπο καταπαῦσαι Eur. — прекратить песни;
        οὐ κ. Μούσας Eur.не переставать славить Муз

        2) останавливать, унимать, успокаивать
        

    (Ἥρας νόσους Aesch.; τὰ πνεύματα Arst.; τινὰ λαλοῦσαν Men.)

        3) смирять, укрощать
        

    (τινὰ ἀγηνορίης Hom.; τῶν βαρβάρων τόλμαν Polyb.)

        4) задерживать, удерживать
        

    (τινὰ ἀφροσυνάων Hom.; τινὰ δρόμου Plat.)

        καταπαῦσαί τινα τοῦ μέ ποιεῖν τι NT.убедить кого-л. не делать чего-л.

        5) умилостивлять
        6) свергать, низлагать
        

    (τυράννους, τινὰ τῆς βασιληΐης Her.; τὸν δῆμον Thuc.; τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.)

        7) успокаивать навеки
        8) предаваться отдыху, почивать

    Древнегреческо-русский словарь > καταπαυω

  • 2 δι-αμ-περές

    δι-αμ-περές, neutrum von διαμπερής (διά, ἀνά, περάω, πείρω, πέρας), durch und durch, ganz hindurch; ununterbrochen, fortwährend; durchweg, durchaus, ganz und gar. Homer oft: mit genitiv., Iliad. 12, 429 πολλοὶ δ' οὐτάζοντο κατὰ χρόα χαλκῷ, ἠμὲν ὁτέῳ στρεφϑέντι μετάφρενα γυμνωϑείη μαρναμένων, πολλοὶ δὲ διαμπερὲς ἀσπίδος αὐτῆς, durch den Schild hindurch; 20, 362 ἀλλὰ μάλα στιχὸς εἶμι διαμπερές; ohne Casus, vom Raume. Iliad. 16, 640 βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν ἐκ κεφαλῆς εἴλυτο διαμπερὲς ἐς πόδας ἄκρους; Odyss. 7, 96 ἐν δὲ ϑρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ' ἔνϑα καὶ ἔνϑα, ἐς μυχὸν ἐξ οὐδοῖο διαμπερές; Iliad. 5, 658 ὁ μὲν βάλεν αὐχένα μέσσον Σαρπηδών, αἰχμὴ δὲ διαμπερὲς ἦλϑ' ἀλεγεινή; Odyss. 14, 11 σταυροὺς δ' ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς ἔνϑα καὶ ἔνϑα, πυκνοὺς καὶ ϑαμέας, rund herum; 10, 88 λιμένα, ὃν πέρι πέτρη ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωϑεν; von der Zeit, Odyss. 20, 47 διαμπερὲς ἥ σε φυλάσσω ἐν πάντεσσι πόνοις; Iliad. 16, 499 ἤματα πάντα διαμπερές; Odyss. 4, 209 διαμπερὲς ἤματα πάντα; Iliad. 15, 70 ἐκ τοῠ δ' ἄν τοι ἔπειτα παλίωξιν παρὰ νηῶν αἰὲν ἐγὼ τεύχοιμι διαμπερές, εἰς ὅ κ' Αχαιοὶ Ἴλιον αἰπὺ ἕλοιεν; übertragen, Iliad. 16, 618 τάχα κέν σε ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε διαμπερές, εἴ σ' ἔβαλόν περ; zuweilen sind mehrere Auffassungen möglich: Iliad. 7. 171 κλήρῳ νῦν πεπάλασϑε διαμπερές, ὅς κε λάχῃσιν, alle, die Reihe durch, kann räumlich und zeitlich gefaßt werden; 12, 398 Σαρπηδὼν δ' ἄρ' ἔπαλξιν ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσιν ἕλχ'· ἡ δ' ἕσπετο πᾶσα διαμπερές, αὐτὰρ ὕπερϑεν τεῖχος ἐγυμνώϑη, πολέεσσι δὲ ϑῆκε κέλευϑον, das διαμπερές kann zu πᾶσα und zu ἕσπετο gehören, »die ganze Brustwehr sank«, oder »die Brustwehr sank ganze«; 10, 89 Ἀγαμέμνονα, τὸν περὶ πάντων Ζεὺς ἐνέηκε πόνοισι διαμπερές, εἰς ὅ κ' ἀυτμὴ ἐν στήϑεσσι μένῃ, das διαμπερές kann sich auf εἰς ὅ κε μένῃ beziehen, aber auch auf ἐνέηκε πόνοισι. Mit περάω ist διαμπερές verbunden Odyss. 5, 480 οὔτ' ὄμβρος περάασκε διαμπερές. Auch in tmesi kommt διαμπερές vor: Odyss. 21, 422 Iliad. 11, 377. 17, 309 διὰ δ' ἀμπερές. Aus dieser Tmesis geht unter Anderm hervor, daß ἀνά mit in διαμπε-ρές steckt, was Einige in Abrede stellen, indem sie das Wort von διαπεράω herleiten und das Μ für ein euphonisches Einschiebsel erklären. – Folgende: Hesiod. Th. 402 O. 236 Aeschyl. Ch. 380 Sophocl. Phil. 791 Apoll. Rhod. 4, 1253 Plat. Phaedon. 111 e Rep. 10, 616 d und e Xenoph. A. 4, 1, 18. 7, 8, 14 Plutarch. Philopoem. 6.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > δι-αμ-περές

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»